ροδέλα, η, ουσ. [<ιταλ. rondella], η ροδέλα. 1. (στη γλώσσα της αργκό) η κωλοτρυπίδα, ο πρωκτός, η σούφρα: «είμαι τόσο δυσκοίλιος, που, κάθε φορά που ενεργούμαι, ματώνει η ροδέλα μου». 2. ο παθητικός ομοφυλόφιλος, ο πούστης: «σ’ αυτό το μπαράκι μαζεύονται κάθε βράδυ ροδέλες και τζιβιτζιλούδες». Από παρομοίωση του πρωκτού με τη ροδέλα η οποία είναι μικρός πεπλατυσμένος δακτύλιος·
- παίρνω ροδέλα, ενεργώ σεξουαλικά ως κολομπαράς: «μακριά τα παιδιά σας απ’ αυτό το σκατόμουτρο, γιατί παίρνει ροδέλα»·
- το κάνει απ’ τη ροδέλα, α. συνηθίζει να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «αν δεν το κάνει απ’ τη ροδέλα, δεν ευχαριστιέται έρωτα». β. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «τόσο ωραίο παλικάρι και να το κάνει απ’ τη ροδέλα, είναι κρίμα απ’ το Θεό! || είναι τόσο απελευθερωμένη, που δεν έχει πρόβλημα να το κάνει απ’ τη ροδέλα».